- πήξεως
- πή̱ξεω̆ς , πῆξιςfixingfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διάλυμα — Ομογενές μείγμα δύο ή περισσότερων συστατικών. Τα δ. μπορεί να είναι υγρά (στερεό, υγρό ή αέριο σε υγρό), στερεά (στερεό σε στερεό, όπως π.χ. τα κράματα, ή και αέριο σε στερεό) και αέρια μείγματα. Το δ. αποτελείται από τον διαλύτη που είναι η… … Dictionary of Greek
πηξιοσκοπία — η, Ν χημ. μέθοδος για τον καθορισμό τού σημείου πήξεως τών διαλυμάτων, αλλ. κρυοσκοπία … Dictionary of Greek
πηξιοσκόπιο — το, Ν χημ. ὁργανο που προσδιορίζει το σημείο πήξεως τών διαλυμάτων … Dictionary of Greek
υπερπηκτικότητα — η, Ν ιατρ. αύξηση τής πηκτικότητας τού αίματος που κυκλοφορεί, η οποία οφείλεται κυρίως στην αύξηση, πέρα από τα φυσιολογικά όρια, τής ταχύτητας σχηματισμού θρομβίνης κατά τη διαδρομή τών φαινομένων τής πήξεως τού αίματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * +… … Dictionary of Greek
φωτοπηξία — η, Ν ιατρ. μέθοδος προκλήσεως πήξεως στον βυθό τού οφθαλμού με τη βοήθεια συγκλινουσών φωτεινών ακτίνων, η οποία αξιοποιεί τις οπτικές ιδιότητες τών διαθλαστικών μέσων τού ματιού, που βοηθούν σημαντικά στην εστίαση τού φωτός σε ένα ακριβές σημείο … Dictionary of Greek